κατασκοπιον

κατασκοπιον
    κατασκόπιον
    κατα-σκόπιον
    τό (sc. πλοῖον) разведывательное или сторожевое судно Cic.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κατασκοπιον" в других словарях:

  • κατασκόπιον — κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) [κατάσκοπος] κατασκοπευτικό πλοίο …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπίς — κατασκοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κατασκόπιον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»